- διπολιώδης
- διπολιώδης, -ες (Α) [Διπόλια]αυτός που ανάγεται στον τρόπο και στην εποχή τών διπολίων, απαρχαιωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Διπολιώδη — Δῑπολιώδη , Διπολιώδης like the feast of Dipolia neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Δῑπολιώδη , Διπολιώδης like the feast of Dipolia masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Δῑπολιώδη , Διπολιώδης like the feast of Dipolia masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)